- οψομανία
- η (ΑΜ ὀψομανία) [οψομανής]νεοελλ.(ψυχιατρ.) παρόρμηση, υπερβολική επιθυμία για συγκεκριμένο φαγητόμσν.-αρχ.η μανιώδης αγάπη προς τα όψα, τα φαγητά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψομανία — ὀψομανίᾱ , ὀψομανία madness after dainties fem nom/voc/acc dual ὀψομανίᾱ , ὀψομανία madness after dainties fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)